ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
διακλῶ (-άω) (Α) κλω1. σπάζω στα δύο2. (το παθ.) διακλώμαιακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.