Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
διακλῶ (-άω) (Α) κλω1. σπάζω στα δύο2. (το παθ.) διακλώμαιακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.