διακλώ

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

διακλῶ (-άω) (Α) κλω
1. σπάζω στα δύο
2. (το παθ.) διακλώμαι
ακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.