διασαφώ
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, -έω, διασαφηνίζω
Α και διασαφηνῶ, -έω)
1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά
2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια.