διαφιλονικώ

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ) (επιτατ. του φίλονικώ)
1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ
2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι
νεοελλ.
(μτχ.) διαφιλονικούμενος
ο αμφισβητούμενος, επίδικος.