ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
(Α διεισδύω και διεισδύνω) εισδύωεισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας τονεοελλ.1. κρύβομαι, τρυπώνω2. εμβαθύνω.