διδύμια

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδύμια Medium diacritics: διδύμια Low diacritics: διδύμια Capitals: ΔΙΔΥΜΙΑ
Transliteration A: didýmia Transliteration B: didymia Transliteration C: didymia Beta Code: didu/mia

English (LSJ)

[ῠ], τά,

   A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al.    II Dim. of δίδυμος 111.2, Paul.Aeg.6.68.    III διδυμίου ῥίζα, = ὄρχις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διδύμια: τά, «ἑκατέρωθεν τοῦ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῦ ἐγκεφάλου, γλουτία καλούμενα» Γαλην. 3. 678.

Greek Monolingual

και διδυμιά, η δίδυμος
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο του δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.