δίζυγος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ον,
A = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn.D.15.55, 39.330.
Spanish (DGE)
(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.
Greek Monolingual
-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.