διερεθισμός
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ὁ,
A provocation, Phld.Ir.p.26 W.: pl., ib.p.29 W.; irritation, Paul.Aeg.3.66.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
irritación, como actitud o conducta iracunda o malhumorada παραινοῦσιν οἱ θεραπεύοντες αὐτοῖς (a los enfermos) φυλάττεσθαι τοὺς ἐρεθισμούς Phld.Ir.10.36, cf. 8.23, 19.30
•sent. fís. πρὸς τὰ χαλαστικὰ τῶν φαρμάκων Paul.Aeg.3.66.1.
Greek Monolingual
διερεθισμός, ο (Α)
δυνατός ερεθισμός.