διασωσμός
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek (Liddell-Scott)
διασωσμός: ὁ, ἡ, διάσωσις, Ἀκύλ. Ψαλμ. νδ΄, 9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
liberación σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους Aq., Thd.Ps.54.9.