διονυσιακός
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne Dionysos ou les Dionysies.
Étymologie: Διόνυσος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διονυσιακός, -ή, -όν) Διονύσια
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια
νεοελλ.
ενθουσιώδης, οργιαστικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά
επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου
2. το ουδ. εν. ως ουσ. διονυσιακόν
ο καρπός του κισσού
3. φρ. «διονυσιακοὶ τεχνῑται» — οι καλλιτέχνες που μετέχουν στις διονυσιακές γιορτές.