διπλωματία

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το έργο, η ιδιότητα του διπλωμάτη
2. η ικανότητα στη διαχείριση τών εξωτερικών υποθέσεων ενός κράτους
3. το σύνολο προσώπων και υπηρεσιών που ασχολούνται με τις εξωτερικές υποθέσεις μιας χώρας
4. η ικανότητα για συνεννοήσεις και συναλλαγές
5. ανειλικρίνεια, κρυψίνοια, διπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatic. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].