διπροσωπία

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η (Μ διπροσωπία)
διπρόσωπος
δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία
νεοελλ.
τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα.