διπροσωπία
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
η (Μ διπροσωπία)
διπρόσωπος
δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία
νεοελλ.
τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα.