δίχειρος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
και δίχερος, -η, -ο και δίχειρ, ο, η
1. (για τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα) αυτός που έχει δύο χέρια
2. (για αγγείο) αυτό που έχει δύο λαβές.