δυσκληρία

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek (Liddell-Scott)

δυσκληρία: ἡ, κακοτυχία, δυστυχία, Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
infortunio, desgracia τοῦ βίου δυσκληρίαι Basil.M.31.316B, δ. ψυχῆς Gr.Nyss.Eun.2.617., ἐχέτω παραψυχὴν τῆς ἑαυτῆς δυσκληρίας Iust.Nou.22.22, cf. Chrys.M.54.644, Thdt.Affect.6.2, Ep.Sirm.14.

Greek Monolingual

δυσκληρία, η (Μ)
1. κακοτυχία, δυστυχία
2. σκληρότητα.