δυσκληρία

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek (Liddell-Scott)

δυσκληρία: ἡ, κακοτυχία, δυστυχία, Βασίλ. 3, 316, Γρ. Νύσσ. 3, 1081 (Migne).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
infortunio, desgracia τοῦ βίου δυσκληρίαι Basil.M.31.316B, δ. ψυχῆς Gr.Nyss.Eun.2.617., ἐχέτω παραψυχὴν τῆς ἑαυτῆς δυσκληρίας Iust.Nou.22.22, cf. Chrys.M.54.644, Thdt.Affect.6.2, Ep.Sirm.14.

Greek Monolingual

δυσκληρία, η (Μ)
1. κακοτυχία, δυστυχία
2. σκληρότητα.

German (Pape)

ἡ, unglückliches Los, Unglück, Sp.