δυστροπία
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ἡ,
A peevishness, Poll.5.119, Jul.Mis.365b, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, Hartnächigkeit, Poll. 5, 119 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυστροπία: ἡ, κακότροπος γνώμη, Πολυδ. Ε΄, 119.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 de pers. mal carácter, carácter difícil Poll.3.132, 5.119, Iul.Mis.365c, Physiog.2.226.10
•plu. comportamientos adustos, agresividad Hsch.s.u. σχετλιασμοί.
2 de pers. mala inclinación, tendencia al mal, maldad ὃν διὰ πολλὴν δυστροπίαν ... ἔρριψεν ὁ ἴδιος δεσπότης Pall.H.Laus.19.1, τῆς ἐνούσης αὐτῷ δυστροπίας Cyr.Al.Luc.2.22, κατὰ μηχανήν τινα καὶ δυστροπίαν PMasp.295.1.4 (biz.), cf. Pall.V.Chrys.16.41, Ast.Am.Hom.10.2.2, Chrys.M.58.769, Tz.H.3.384.
3 de la enfermedad condición difícil o problemática, índole maligna τῶν νοσημάτων Seuer.Clyst.p.14, cf. Alex.Trall.2.319.16, Aët.16.61.
Greek Monolingual
και δυστροπιά, η (AM δυστροπία)
η ιδιότητα του δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
απροθυμία, αποφυγή.