δυσήνεμος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
German (Pape)
[Seite 680] von Winden schwer bestürmt, D. Per. 759, s. δυσάνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὑποκείμενος εἰς κακοὺς ἀνέμους, ταραχώδης, Σοφ. Ἀντ. 591.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où souffle un vent violent.
Étymologie: δυσ-, ἄνεμος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. δυσάνεμος S.Ant.591
• Prosodia: [-ᾱ-]
I 1azotado por el viento δυσάνεμοι ... βρέμουσιν ... ἀκταί resuenan los acantilados azotados por el viento S.l.c., cf. A.R.1.593, ψῦχος δ. frío desapacible, crudo Babr.18.10, χθών D.P.759, de la ciu. de Ascra, Plu.Fr.82, εἰς κλίσιν ... δυσήνεμον Ἀρκάδος Ἄρκτου hacia la zona tormentosa de la Osa Arcadia Nonn.D.2.527, cf. 39.183, πέλαγος Anecd.Ludw.16.6
•neutr. subst. τὸ δ. τῶν ἀρκτῴων la violencia de los vientos del norte Basil.Hex.7.4.
2 que el viento atraviesa con dificultad χώρα ... θέρους δ. καὶ πνιγώδης Ath.Med. en Orib.9.12.4.
II repugnante, fétido ὀδμή al abrir un sepulcro, Nonn.Par.Eu.Io.11.39.
Greek Monolingual
δυσήνεμος, -ον (Α)
αυτός που προσβάλλεται από ορμητικούς ανέμους.