-ή, -ό (AM ἐγερτικός, -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερσηαρχ.ἐγερτικάτα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία της προηγούμενης λέξης σε οξεία.