εγκαθίδρυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ ἐγκαθίδρυσις)
1. εγκατάσταση, τοποθέτηση
2. (για πολιτεύματα, θεσμούς κ.λπ.) το να τεθεί σε ισχύ ή λειτουργία («εγκαθίδρυση δικτατορίας»).
η (Μ ἐγκαθίδρυσις)
1. εγκατάσταση, τοποθέτηση
2. (για πολιτεύματα, θεσμούς κ.λπ.) το να τεθεί σε ισχύ ή λειτουργία («εγκαθίδρυση δικτατορίας»).