δωσίλογος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

και δοσίλογος, ο, η
1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος της θητείας του
2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό
3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δώσι- < μέλλ. δώσω του δίδωμι + -λογος < λέγω. Η γραφή δοσίλογος είναι εσφαλμένη].