εγκατάλειψη

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386

Greek Monolingual

η (AM ἐγκατάλειψις)
1. απομάκρυνση από πρόσωπο ή πράγμα
2. παραμέληση
3. αδιαφορία
μσν.- νεοελλ.
«εγκατάλειψις σχήματος» — η αποβολή του ράσου από κληρικό ή μοναχό, πράξη που τιμωρείται σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο·