εγκατάλειψη
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
Greek Monolingual
η (AM ἐγκατάλειψις)
1. απομάκρυνση από πρόσωπο ή πράγμα
2. παραμέληση
3. αδιαφορία
μσν.- νεοελλ.
«εγκατάλειψις σχήματος» — η αποβολή του ράσου από κληρικό ή μοναχό, πράξη που τιμωρείται σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο·