εθνότητα

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

η
κοινότητα ανθρώπων που έχουν τα χαρακτηριστικά του έθνους (κοινή γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις) και προσβλέπουν να αποκτήσουν ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση (κράτος) ή να τους αναγνωριστούν ειδικά δικαιώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σπυρ. Ζαμπέλιο].