εθνότητα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
η
κοινότητα ανθρώπων που έχουν τα χαρακτηριστικά του έθνους (κοινή γλώσσα, ιστορία, παραδόσεις) και προσβλέπουν να αποκτήσουν ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση (κράτος) ή να τους αναγνωριστούν ειδικά δικαιώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σπυρ. Ζαμπέλιο].