Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έγχος

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].