ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
εἰκαῑος, -α, -ον (Α) εικῄ1. μάταιος, άσκοπος2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός4. ασήμαντος.