ειδικότητα

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ειδικού, αποκλειστική ικανότητα σε κλάδο της επιστήμης ή της τέχνης («είναι έξω από την ειδικότητά του»)
2. εξειδίκευση
3. ειδική προπαρασκευή.