ειδικότητα
From LSJ
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του ειδικού, αποκλειστική ικανότητα σε κλάδο της επιστήμης ή της τέχνης («είναι έξω από την ειδικότητά του»)
2. εξειδίκευση
3. ειδική προπαρασκευή.