εξειδίκευση

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

η
1. πλήρης ειδίκευση
2. απόκτηση ειδικότητας σε έναν τομέα
3. τυποποίηση της παραγωγής σε ορισμένη κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών.