εἱλωτεύω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

German (Pape)

[Seite 730] ein Helot sein, als Sklave dienen, τινί, Isocr. 4, 131.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλωτεύω: εἶμαι Εἵλωςδοῦλος, Ἰσοκρ. 67Ε.

French (Bailly abrégé)

être hilote, servir comme hilote.
Étymologie: εἵλως.

Spanish (DGE)

1 tener la condición de hilota τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσιν Isoc.4.131, ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευον Synes.Regn.21
ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίαν Str.12.3.4.
2 servir como esclavo ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς Ἕλλησιν Isoc.Ep.3.5, cf. Harp., Hdn.Epim.48, Anecd.Ludw.58.15.

Greek Monolingual

εἱλωτεύω (Α)
είμαι είλωτας.