ειρεσιώνη
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
Greek Monolingual
εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη)
μσν.
είδος αγριελιάς
αρχ.
1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή το κρεμούσαν στις πόρτες τών σπιτιών
2. το τραγούδι τών παιδιών κατά την περιφορά της ειρεσιώνης
3. στεφάνι προς τιμήν νεκρού.