ειρεσιώνη

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

εἰρεσιώνη, η (AM) (Α και εἰρυσιώνη)
μσν.
είδος αγριελιάς
αρχ.
1. κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με μαλλί, καρπούς και φιαλίδια με λάδι, κρασί και μέλι, σύμβολο γονιμότητας το οποίο πρόσφεραν παιδιά τραγουδώντας στον Απόλλωνα ή το κρεμούσαν στις πόρτες τών σπιτιών
2. το τραγούδι τών παιδιών κατά την περιφορά της ειρεσιώνης
3. στεφάνι προς τιμήν νεκρού.