αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῡτος εἰσρεῑ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.