πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
(AM εἰσπνέω)εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανααρχ.1. κάνω εισπνοή2. φυσώ πάνω σε κάτι.