ειρηνοδικείο
From LSJ
Greek Monolingual
το
κατώτερο δικαστήριο με τον ειρηνοδίκη και ένα γραμματέα, όπου εξετάζονται ιδιωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, εξώσεις μισθωτών κ.λπ. και επιχειρείται ειρηνικός διακανονισμός προτού αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειρηνοδικείον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].