ειρηνοδικείο

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το
κατώτερο δικαστήριο με τον ειρηνοδίκη και ένα γραμματέα, όπου εξετάζονται ιδιωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, εξώσεις μισθωτών κ.λπ. και επιχειρείται ειρηνικός διακανονισμός προτού αρχίσει η συζήτηση της υποθέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειρηνοδικείον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].