εκεχειρία

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκεχειρία)
η προσωρινή κατάπαυση εχθροπραξιών
αρχ.-μσν.
ανάπαυλα, ευκαιρία, διακοπή
αρχ.
1. άδεια, ελευθερία
2. ο χρόνος της άδειας
3. αποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκεχειρία (δωρ. εκεχηρία), «σύνθετο εκ συναρπαγής» < έχειν χείρας, με ανομοίωση τών δύο δασέων και με επίθημα -ιᾱ].