εκεχειρία
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
η (AM ἐκεχειρία)
η προσωρινή κατάπαυση εχθροπραξιών
αρχ.-μσν.
ανάπαυλα, ευκαιρία, διακοπή
αρχ.
1. άδεια, ελευθερία
2. ο χρόνος της άδειας
3. αποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκεχειρία (δωρ. εκεχηρία), «σύνθετο εκ συναρπαγής» < έχειν χείρας, με ανομοίωση τών δύο δασέων και με επίθημα -ιᾱ].