Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής)
1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρός («εκδικητής του φόνου του πατέρα του»)
2. υπερασπιστής, προστάτης («ἐκδικητής τών αδυνάτων»).