ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἐκκλύζω (Α)1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά4. ρέω άφθονα.