εκποίηση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκποίησις)
πώληση
νεοελλ.
πώληση όλου του εμπορεύματος, ξεπούλημα
αρχ.
1. αποσπερματισμός
2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία
3. αποπεράτωση οικοδομήματος.