εκπύρωση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

η (Α ἐκπύρωσις)
1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο
2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά
3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία
4. έκρηξη
5. άναμμα φωτιάς
6. είδος χορού.