Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
η (Α ἐκπύρωσις)1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία4. έκρηξη5. άναμμα φωτιάς6. είδος χορού.