εκπρόσωπος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, η (Μ ἐκπρόσωπος, ο)
αυτός που εκπροσωπεί κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
αυτός που θεωρείται ότι προσωποποιεί, ότι εκφράζει χαρακτηριστικά ιδέες, ιδεολογία, έννοια, ύφος κ.λπ. («εκπρόσωπος του ρομαντισμού»).
ο, η (Μ ἐκπρόσωπος, ο)
αυτός που εκπροσωπεί κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
αυτός που θεωρείται ότι προσωποποιεί, ότι εκφράζει χαρακτηριστικά ιδέες, ιδεολογία, έννοια, ύφος κ.λπ. («εκπρόσωπος του ρομαντισμού»).