ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(AM ἐκτραχύνω)1. κάνω κάτι τραχύ ή σκληρό, σκληραίνω2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω, εξοργίζω.