εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(AM ἐκτραχύνω)1. κάνω κάτι τραχύ ή σκληρό, σκληραίνω2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω, εξοργίζω.