ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(AM ἐκτραχύνω)1. κάνω κάτι τραχύ ή σκληρό, σκληραίνω2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω, εξοργίζω.