έκτρωση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

η (Α ἔκτρωσις)
πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
αρχ.
άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση.