ελαϊκός
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλαϊκός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο ελιά ή προέρχεται από λάδια
2. «ελαϊκό οξύ» — ονομασία ενός ακόρεστου οξέος
3. (φαρμ.) αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («ελαϊκός μόλυβδος»)
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από λάδι («ἐλαϊκά φορτία»)
2. ο όμοιος με το ελαιόδενδρο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐλαϊκή
μονοπώλιο λαδιού.