ἐλαϊκός
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ἐλαϊκή, ἐλαϊκόν, of olives or oil, πλήθη Aristeas 117; καρπός BGU 603.10; εἴδη PFay.64.4 (ii A.D.); τόκος IG5(1).1208.22 (Gythium): ἐλαϊκή, ἡ, oil monopoly, PPetr.2p.84 (iii B.C.), PRev.Laws 43.15 (iii B.C.), etc. Adv. ἐλαϊκῶς Arr.Epict.2.20.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1perteneciente o relativo al olivo, de olivos ἐλαϊκοῖς πλήθεσι σύνδενδρός ἐστι ... ἡ χώρα el territorio forma un boscaje con numerosísimos olivos Aristeas 112, καρποί BGU 603.10, SB Bh.2 B.1.6 (ambos II d.C.), κτημάτια PFlor.156.4, χωρίον PGraux 27.10 (ambos III d.C.).
2 relativo al aceite de oliva, de aceite de oliva εἴδη ἐλαϊκά impuestos sobre la producción de aceite de oliva, PFay.64.4 (II d.C.), ἐλαϊκὸν ἐπίτιμον aceite ilegal, de contrabando, PTeb.39.9 (II a.C.), ἐλαϊκὰ φορτία BGU 1219.25 (II a.C.), ἐ. ... τόκος SEG 13.258.22 (Gitio I d.C.).
II subst.
1 ἡ ἐ. producción aceitera, monopolio del aceite en el Egipto ptolemaico, a veces incluyendo aceites de sésamo, ricino, etc. τὸν κρότωνα καὶ τὰ λοιπὰ φορτία τὰ συ[γκ] ύρ[ο] ντα εἰς τὴν ἐλαικήν PRev.Laws 43.15, cf. 50.19 (III a.C.), PPetr.2.27(2).19 (III a.C.)
•impuesto sobre el aceite ὁρῶ ἀργύριον πεσούμενον ἀπὸ τῆς ἐλαϊκῆς PHamb.182.16 (III a.C.), cf. PSI 106.18 (II a.C.).
2 neutr. subst. τὰ ἐλαϊκά actividades o negocios relacionados con el aceite de oliva προεστὸς καρπῶν, οἰνικῶν, ἐλαϊκῶν Vett.Val.10.13.
III adv. -ῶς como un olivo πῶς γὰρ δύναται ἄμπελος ... κινεῖσθαι ... ἐ. ...; Arr.Epict.2.20.18.
German (Pape)
[Seite 788] vom Oelbaume, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾱϊκός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς ἐλαίαν (τὸ δένδρον), Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2 20, 18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλαϊκός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο ελιά ή προέρχεται από λάδια
2. «ελαϊκό οξύ» — ονομασία ενός ακόρεστου οξέος
3. (φαρμ.) αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («ελαϊκός μόλυβδος»)
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από λάδι («ἐλαϊκά φορτία»)
2. ο όμοιος με το ελαιόδενδρο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐλαϊκή
μονοπώλιο λαδιού.