ελαιήεις

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά
2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο
3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
4. ο γεμάτος λάδι.