Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός4. ο γεμάτος λάδι.