ελαιοτριβείο
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
και λιοτρίβι και λιοτριβιό και λιτρουβιό, το (AM ἐλαιοτριβεῑον και ἐλαιοτρίβιον)
1. εγκατάσταση παλαιού τύπου με ειδικές μηχανές με τις οποίες εκθλίβεται το λάδι από τους καρπούς της ελιάς
περιλαμβάνει τις μυλόπετρες για το άλεσμα του ελαιόκαρπου και το πιεστήριο για την εξαγωγή του λαδιού
οι μυλόπετρες κινούνται με τη μυϊκή δύναμη ανθρώπων ή ζώων ή με τη βοήθεια του ανέμου (φτερωτή) ή της υδατοπτώσεως
2. ελαιουργείο
3. μσν. μέτρο για το λάδι.