ἐκφθέγγομαι
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A utter, IGRom.1.1192 (Memnon).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφθέγγομαι: ἀποθ., φθέγγομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 4723.
English (Autenrieth)
only aor. ἐκφθέγξατο, called out from, Il. 21.213.
Spanish (DGE)
emitir, proferir sonidos o palabras Col.Memn.23.5 (II d.C.), τὸ ἔργον τοῦ νοῦ Iul.Ar.227.19, cf. Gloss.2.293.
Greek Monolingual
ἐκφθέγγομαι (Α)
μιλώ έντονα, λέγω, κράζω («βαθέης δ' ἐκφθέγξατο δίνης», Όμηρ.).