εμβολισμός

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβολισμός)
νεοελλ.
1. η προώθηση του βλήματος με τη βοήθεια του εμβολέα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου
2. η εκτέλεση μιας ολόκληρης διαδρομής του εμβόλου τών μηχανών
3. η προσβολή πλοίου με έμβολο κατά την εμβολή
μσν.
εμβόλιμη ημέρα
αρχ.
παρεμβολή.