δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
1. ενεδρεύω, παραμονεύω2. (για αρρώστια, κίνδυνο κ.λπ.) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση.