ἐμβρυοκτόνος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
German (Pape)
[Seite 807] die Frucht im Mutterleibe tödtend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρυοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.
Spanish (DGE)
-ον
que mata al feto, abortivo τὰ ἐ. δηλητήρια (φάρμακα) Basil.Ep.188.8.
Greek Monolingual
-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.